σομιές

σομιές
και σουμιές, ο, Ν
είδος μετάλλινου πλέγματος με ελατήρια, πάνω στο οποίο τοποθετείται το στρώμα τού κρεβατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sommier «στρώμα» (< λατ. sagma «σαμάρι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σομιές — σομιές, ο και σομιέ, το μέρος του κρεβατιού που πάνω του τοποθετείται το στρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουμιές — ο, Ν βλ. σομιές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”